- συνέργων
- σύνεργονimplementneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεργῶν — συνεργέω work together with pres part act masc nom sg (attic epic doric) συνεργέω work together with pres part act masc nom sg (attic epic doric) συνεργής working with masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) συνεργός working together… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτοκάπηλος — κυρτοκάπηλος, ὁ (Α) ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιο κάπηλος, οινο κάπηλος)] … Dictionary of Greek
συνεργώ — συνεργῶ, έω, ΝΜΑ [συνεργός] συντελώ να γίνει κάτι (α. «όλοι πρέπει να συνεργήσουν στην επίτευξη τών στόχων μας» β. «ὁ γνωστικὸς... εὔχεται, συνεργῶν ἅμα καὶ αὐτὸς εἰς ἕξιν ἀγαθότητος ἐλθεῑν», Κλήμ. Αλ. γ. «ταῡτα συνεργεῑν πρὸς πλῆθος καρποῡ»,… … Dictionary of Greek
ՎԱՍՏԱԿԱԿԻՑ — ( ) NBH 2 0785 Chronological Sequence: Early classical, 7c ա. Կցորդ վաստակոց. աշխատակից. ըստ յն. κοπιῶν laborans. աշխատօղ. կամ συνεργών cooperans. գործակից. *Ամենայնի՝ որ գործակից իցէ եւ վաստակակից. ՟Ա. Կոր. ՟Ժ՟Զ. 16: *Արեգակն առնի գործակից եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)